- φωσφοριβόζη
- η, Ν(βιοχ.) φωσφορυλιωμένη ριβόζη, δηλαδή ριβόζη στο μόριο τής οποίας έχει συνδεθεί μια ανόργανη φωσφορική ρίζα, αλλ. φωσφορική ριβόζη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. phosphorivose].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.